Χρονοντούλαπο:

Contact via email

Just the two of us........... Από το Blogger.
Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

PostHeaderIcon Βαλαωρίτης Αριστοτέλης, 1824-1879

Ο Α.Βαλαωρίτης, ένας από τους σημαντικότερους επικολυρικούς ποιητές της Ελλάδας, γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1824, ένα χρόνο πριν συνθέσει ο Σολωμός τον Ύμνο προς την Ελευθερία. Ήταν γόνος οικογένειας φημισμένων αρματωλών από το σόι του πατέρα του, ενώ η μητέρα του Αναστασία Τυπάλδου-Φορέστη ήταν κόρη γνωστής ευγενικής οικογένειας της Κεφαλληνίας. Σπούδασε πρώτα στη Λευκάδα κι αργότερα στην Ιόνιο Ακαδημία, στην Κέρκυρα, με δασκάλους το σοφό Ασώπιο και το φημισμένο ελληνιστή Ιωάννη Οικονομίδη, στο σπίτι του οποίου και διέμενε κατά την τριετή φοίτησή του στην Ιόνιο Ακαδημία. 


Σε ηλικία δεκαεπτά χρονών κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, μαζί του, για να δει τα αρχαία μνημεία που τόσο λάτρευε, καθόσον του είχε εμφυσηθεί από το δάσκαλό του και η αγάπη για τα αρχαία ελληνικά τα οποία και γνώριζε στην εντέλεια. Στη συνέχεια επισκέφτηκε την Ιταλία και από εκεί πέρασε στην Ελβετία για τη συνέχεια των σπουδών του. Το 1844 πήρε στη Γενεύη το ανώτερο γυμναστικό πτυχίο και την ίδια χρονιά πήγε στο Παρίσι να σπουδάσει νομικά. Ένας τύφος τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του και να γυρίσει στην Ελλάδα.

Ύστερα από δυο χρόνια τελειώνει στην Πίζα τη Νομική και αναγορεύεται διδάκτωρ «ομοφώνως και μετ' επαίνων». Παρά τις σπουδές στη Νομική, τον απορροφά επίσης η Ιστορία και η Φιλολογία, ως αντικείμενα μελέτης. Ταξίδεψε σε όλη τη Δύση, Ελβετία, Τυρόλο, Σκωτία και αλλού, μελέτησε τα μνημεία, τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς, την τέχνη και τη ζωή των λαών.

Λάτρης της ζωής και της περιπέτειας, με φλογερή ιδιοσυγκρασία, παίρνει μέρος στους αγώνες του φιλελεύθερου κινήματος τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ουγγαρία, μιας και πρόκειται για μια εποχή εθνεγερτικών κινημάτων ανά την Ευρώπη και τον κόσμο, που συνταιριάζουν απόλυτα με το φιλελεύθερο πνεύμα του γεροδεμένου και μεγαλόσωμου, όπως φημολογείται, ποιητή. Στα ταξίδια του στη Βενετία θα γνωριστεί με τον Αιμ.Τυπάλδο, καθηγητή της Ιστορίας, συγγραφέα και φίλο πολλών Ιταλών ποιητών, του Μόντη του Φώσκολου, του Μαντόνη. Το 1851 αρραβωνιάζεται και τον επόμενο χρόνο παντρεύεται την κόρη του συγγραφέα Ελοϊσία Τυπάλδου, μια κοπέλα με πλατιά μόρφωση. Το 1853 θα εγκατασταθούν στη Λευκάδα.

Ένα χρόνο αργότερα θα μεσολαβήσει με ποικίλους τρόπους για την απελευθέρωση της Ηπείρου, ενώ η αγγλική προστασία κρατά τα Επτάνησα στον κλοιό της, πράγμα που θα του στοιχίσει ένα νέο ταξίδι στην Ιταλία, όπου εξόριστος θα παραμείνει ένα χρόνο στο σπίτι του πεθερού του. Με το γυρισμό του έχει πεισθεί πλέον για την ενασχόλησή με την πολιτική, προκειμένου να βοηθήσει στην επίτευξη της ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα, για αυτό και προσχωρεί στους αντιπολιτευόμενους ριζοσπαστικούς, διασπώντας την μέχρι τότε θαυμαστή οικογενειακή, συντηρητικών πεποιθήσεων, ενότητα. Το 1857 εκλέγεται βουλευτής, αρνούμενος την προνομιούχο θέση του έπαρχου που του προσφέρουν οι Άγγλοι για να τον δελεάσουν, τονίζοντας πως η ψυχή του «δεν είναι προς πώληση».

Την ίδια χρονιά καθιερώνεται επίσημα ανάμεσα στους επιφανείς ποιητές με τη συλλογή του «Μνημόσυνα», που αποσπά διθυραμβικές κριτικές και του χαρίζει το χρυσό σταυρό του Σωτήρος, παράσημο του Βασιλέως Όθωνα. Επί επτά χρόνια, ως και το 1864 που θα γίνει η ένωση, θα έχει μια θριαμβική σταδιοδρομία τόσο ως ποιητής όσο και ως πολιτικός στην Ιόνιο Βουλή, όπου αντιπροσώπευε τη Λευκάδα. Στον Βαλαωρίτη ανήκει η σύνταξη της αναφοράς της Ιονίου Βουλής προς τη Βασίλισσα της Αγγλίας δια μέσω της οποίας δηλωνόταν η θέληση των Επτανήσων προς ένωση.

Πέραν αυτών ο ποιητής, που έβαλε την ποίηση στη φιλοπατρία και τη φιλοπατρία στην ποίηση, ήταν μέλος της κεντρικής επιτροπής του κρητικού επαναστατικού αγώνα, όπου κι εργάστηκε ακούραστα φέρνοντας το κρητικό ζήτημα στη βουλή παρά τα εμπόδια που του δημιούργησαν. Εν τέλει, απογοητευμένος από τις μικροπολιτικές σκοπιμότητες και τους συμβιβασμούς που απαιτούσε η πολιτική ζωή, πικραμένος που χάθηκε κι ο αγώνας της Κρήτης, με αφορμή το επεισόδιο της συμπλοκής του στο κοινοβούλιο με πολιτικό του αντίπαλο, αποφάσισε να αποσυρθεί οριστικά από τα πολιτικά δρώμενα.

Άφησε την τελευταία του πνοή στις 24 Ιουλίου 1879, λόγω καρδιακής προσβολής. Σημαντικά έργα του είναι τα «Στιχουργήματα», νεανικά ποιήματα, τα «Μνημόσυνα», ο «Αστραπόγιαννος», ο «Φωτεινός», η « Κυρά Φροσύνη» κ.α. Τα Άπαντά του εκδόθηκαν το 1907, πολλά χρόνια μετά το θάνατό του.

Τα πιο πολλά θέματά του είναι πατριωτικά ή και παρμένα από την οικογενειακή ζωή, από τη φύση, από τη ζωή του αγρότη στον ελλαδικό χώρο. Έκανε ένα συνταίριασμα του ρομαντικού- καθότι λάτρης του Β.Ουγκώ - με τον εκφραστικό πλούτο του δημοτικού τραγουδιού, παραμένοντας ορμητικός και φανατικός δημοτικιστής.

Ο Σικελιανός, το 1943, τόνιζε για τον Α.Βαλαωρίτη:
«Ο ποιητής του λόγου βρίσκεται σε ζύμωση διαρκή με τον ποιητή της δράσης. Ο Βαλαωρίτης δεν κοιτάζει, όπως ο Σολωμός ή ο Κάλβος, το έδαφος της εποχής απο έξω, είτε από μια αισθητική είτε από μια αυτόνομη ηθική σκοπιά. Ο Βαλαωρίτης βγαίνει μέσα από το έδαφος της εποχής του, σηκώνει στους ηράκλειους ώμους του όλα τα άμεσα της εποχής του βάρη. Είναι γεμάτος χώμα λύθρο λάσπη. Το θυμικό του προηγείται από τη σύλληψη και τη σκεπάζει σάμπως κύμα σε αλλεπάλληλο, ακράτητο παλμό. Το λιτό του δόγμα περισσότερο αβάσταχτος παλμός αρρενωπής καρδιάς, παρά διατύπωση αφηρημένης σκέψης - το γνωστό «Αν είμαι Χάρος χαλαστής, είμαι και Χάρος πλάστης» μοιάζει στην εντύπωση πολλών για απλοϊκή φιλοσοφία, όμως στο βάθος αυτό είναι το κύριο κι αθάνατο αίτημα της Ιστορίας, της Φύσης, της Ψυχής, της Τέχνης. Το αίτημα της καθαρής ανακατάκτησης της επαφής - απάνω και πιο πέρα από τους αδιάλειπτους ιστορικούς, ή φυσικούς, ή ψυχικούς, ή αισθηματικούς θανάτους - με το αιώνιο και ζωντανό Μυστήριο της Δημιουργίας».

Σε άλλη του αναφορά για το «Φωτεινό» και το Βαλαωρίτη ο Σικελιανός θα τονίσει εμφατικά:
«Είναι ο γεωργός μαζί και ο πολέμαρχος, όπου στα πανάρχαια χρόνια, αρχιερέας της Ελευσίνιας Θρησκείας θε να λεγότανε Βουζύγης ή Έχετλος και θα κρατούσε για πρώτο όπλο του όχι το δόρυ των αντιπάλων, αλλά την άγια του βουκέντρα μονάχα».

«Αυτό σε γενικές γραμμές είναι στην ουσία το έργο. Κατ' επίφαση ένα τυπικό ιστορικό και αγροτικό επεισόδιο, στην ουσία του καθολικότατο ανθρώπινο έπος, το έπος της Μητέρας Γης, του άρτιου ανθρώπου της Μητέρας Γης, του καθολικού ανθρώπου όπου στηρίζεται άδολος στο κέντρο της Δημιουργίας και της φύσης με τους άσβεστους ιδρώτες και τους κόπους του και που υπερασπίζεται άξαφνα σα θεός τη ζωντανή Παράδεισο της Δικαιοσύνης και της Λευτεριάς του, από κάθε ξένη, από κάθε μαύρη επιδρομή. Του ανθρώπου όλων των τόπων, όλων των γεωγραφικών ζωνών, όλων των αιώνων. Του Κεντρικού Αδάμ, στον οποίο, κατά τη συμβολική ερμηνεία του ίδιου του ονόματός του, ανήκει «η Ανατολή, η Δύση, η Άρκτος και η Μεσημβρία. Με δυο λόγια του πραγματικά Ελεύθερου Ανθρώπου».

Σταχυολογούμε από το έργο του Βαλαωρίτη κάποιες φράσεις ενδεικτικές της σκέψης και τη οπτικής του απέναντι στη ζωή, την πατρίδα, την ελευθερία, το θάνατο

«Του ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη»
Ο Δήμος και το καρυοφίλλι του

«Κατάρα ακατανόητη , άσπλαχνη, μαύρη μοίρα, να 'ναι οι νεκροί μας άφθαρτοι, να 'ναι η ζωή μας στείρα»
Κανάρης
«Μόνος εσύ εγνώριζες ότι είχανε φυτέψει
βαθιά, βαθιά στα σπλάχνα σου τα χέρια του θεού σου
βοτάνι παντοδύναμο τροφή του κεραυνού σου
την πίστη την ακλόνητη στου έθνους σου την τύχη»

Κανάρης

"μου φύτεψες μες στην καρδιά αγάπη, πίστη, ελπίδα
έδωκες μιαν αχτίδα σου αθέρα στο σπαθί μου
και μου πες 'Τώρα πέθανε για με, για τη πατρίδα'
όλα τα αφήνω με χαρά χωρίς ν αναστενάξω
και το χω περηφάνια μου πως διάλεξες εμένα
αυτήν την έρμη την πορειά με το κορμί να φράξω»

Α.Διάκος

«Περήφανοι σιωπηλοί, τριακόσιοι αντρειωμένοι
απάνωθέ τους κάτασπρο το φλάμπουρο του Διάκου
ανέμιζε τρομαχτικό και στο ξεδίπλωμά του
λεβέντης αστραπόμορφος επρόβαινε ο Αη Γιώργης
με τ' άγριό του το άλογο κρατώντας καρφωμένο
τ' άσπλαχνο το κοντάρι του στο διάπλατο λαρύγγι
του φοβερού του δράκοντα που δέρνεται στο χώμα»

23η Απρ. Μνήμη Αγίου & ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τροπαιοφόρου)

«Ολόγυρα στον τοίχο κρέμονται τα δοξάρια του, με το σπαθί μια ζώστρα, ένα πελέκι σκαλιστό σιδεροστελιασμένο, το ακοίμητο καντήλι του εμπρός σε μιαν εικόνα, και σκορπισμένα εδώ κι εκεί χίλιων λογιών συγύρια, αρήλογος, πινακωτή και πλάστης και δρυμόνι, η ανέμη με τα γνέματα, το τυλιγάδι, η δρούγα, ο οίκος με τα μάλλινα τα παρδαλά διπλάρια και μια κρεμάθα με πιτιές κοντά στην καπνοδόχο κι ο λυχνοστάτης στη γωνιά και του γιωργού τα σύνεργα, βουκέντρες, καρπολόγοι και δικριάνια ένα σωρό και δέμα με αντιράβδια κι απάνω στα καταχυτά φωλιές χελιδονίσες κι έφερναν κάθε χρόνο μέσα σε αυτή την κιβωτό, χαρά, ζωή κι ελπίδες.»
ο Φωτεινός

«Ζώστε, ζώστε τα άρματά σας ανυπόταχτα παιδιά
στα νεκρά τα ονείρατά σας δώστε τώρα εσείς φτερά»

Η φάλαγξ
«Τη δύναμή μου δε χρωστώ στη μοίρα σε κανένα, με πλάσανε τα χέρια μου δεν είμαι σαν εσένα/ που βρέθηκες μονάχος σου χωρίς εχθρούς στη φύση. Το χάος και την άψυχη την ύλη που εκοιμάτο και πεθαμένη κι άνεργη εδώ κι εκεί επλανάτο/ αν είσαι αλήθεια δυνατός χάλασε αυτή την πλάση, γιατί θα σε χαλάσει»

«Πολλοί δε σε πιστεύουνε, την ύπαρξή σου αρνούνται, για να μη σ' έχουν έμποδο, δειλοί, να μην φοβούνται
Εγώ ο Αλής σε πίστεψα για να σε πολεμήσω,
το βλέπεις πόσους σ' άρπαξα!
κι εσένα σε λησμόνησαν λατρεύουν το σπαθί μου
πάρε μου τα γεράματα δώσε μου τη ζωή σου
κι έλα μ' εμέ μετρήσου
κι αθάνατος θε να γενώ,
θα μ' έχεις πάντα εμπρός σου
σκοτάδι μες στο φως σου»

Μονόλογος του Αλή

πηγή : nea-acropoli.gr

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Του καιρού...

Θεσσαλονίκη

BlogUp Us!

Follow my blog with bloglovin